- νωλεμέως
- νωλεμέςwithout pauseindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωλεμέως — (Α) [νωλεμές] επίρρ. 1. συνεχώς, αδιαλείπτως 2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek